- κολεοπτέρων
- κολεόπτεροςsheath-wingedmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολεόπτερα — Τάξη εντόμων, η μεγαλύτερη όλου του ζωικού βασιλείου, με περισσότερα από 350.000 καταγεγραμμένα είδη μέχρι σήμερα. Τα κ. είναι διαδεδομένα σε ολόκληρη την υδρόγειο, τόσο σε χερσαία όσο και σε υδάτινα ενδιαιτήματα. Το σχήμα και οι διαστάσεις τους… … Dictionary of Greek
ανθονόμος — Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Στην Ευρώπη ζουν περίπου 30 είδη. Το μήκος του σώματός τους είναι 5 7,5 χιλιοστά και το χρώμα τους κυμαίνεται από ανοιχτό έως σκούρο καφέ. Τα κυριότερα από τα είδη είναι τα ακόλουθα:… … Dictionary of Greek
ελατηρίδες — Οικογένεια εντόμων της τάξης των κολεοπτέρων. Οι ε. έχουν επίμηκες σώμα (από ένα έως μερικά εκατοστά), μικρό κεφάλι και κοντά πόδια. Στην κοιλιακή επιφάνεια του προθώρακα διαθέτουν μια προεξοχή, η οποία μπορεί να εισέρχεται σε μία κοιλότητα του… … Dictionary of Greek
καλάνδρα — (Calandra). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Είναι μικρά, μαύρα ή γαλαζόμαυρα σκαθάρια (κάνθαροι) με μακρύ σώμα και ρύγχος που μοιάζει με προβοσκιδοειδή απόφυση. Τα σημαντικότερα είδη είναι η κ. που προσβάλλει το… … Dictionary of Greek
κικινδέλη — (Cicindela). Γένος της τάξης των κολεοπτέρων, τα είδη του οποίου είναι διαδεδομένα κυρίως στις τροπικές και υποτροπικές ζώνες. Υπάρχουν, ωστόσο, είδη που συχνάζουν σε εύκρατες περιοχές, όπου προτιμούν αμμώδη και προσηλιακά μέρη. Οι κ. έχουν… … Dictionary of Greek
λαμπυρίδες — Οικογένεια κολεοπτέρων εντόμων. Βλ. λ. πυγολαμπίδα. * * * οι ζωολ. οικογένεια κολεόπτερων νυκτόβιων φωτογόνων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lampyridae < lampyris (< λατ. lampyris < λάμπω) + κατάλ. idae] … Dictionary of Greek
μηλολόνθη — (melolontha melolontha). Έντομο της οικογένειας των Σκαραβαιιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Έχει μήκος 3 περίπου εκ., χρώμα κοκκινωπό καστανό στα ανώτερα μέρη και μαυριδερό στα κατώτερα· στα πλευρά κάθε κοιλιακού τμήματος υπάρχει μια τριγωνική,… … Dictionary of Greek
νεκροφόρος — Έντομο της οικογένειας των σιλφιδών της τάξης των κολεόπτερων. Παίζει σημαντικό ρόλο στην εξαφάνιση των νεκρών σωμάτων των μικρών ζώων, γιατί φροντίζει να σκάψει το χώμα και να τα θάψει. Αυτό το κάνει γιατί στα θαμμένα πτώματα αφήνει τα αυγά του… … Dictionary of Greek
ριπιφόρος — (rhipiphorus). Γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας των ριπιφορίδων. Έχουν πολύ μικρά έλυτρα, που αφήνουν τις φτερούγες ακάλυπτες. Ζουν παρασιτικά μέσα στις φωλιές των σφηκών και οι προνύμφες τους τρέφονται από εκείνες των οικιστών τους. * * … Dictionary of Greek
σταφυλινίδες — (Staphylinidae). Οικογένεια κολεόπτερων εντόμων της υπόταξης των πολυφάγων. Έχουν μακρουλό σώμα με κοντά έλυτρα, αλλά οι πίσω πτέρυγες τους, που είναι διπλωμένες κάτω από τα έλυτρα, είναι συνήθως εντελώς αναπτυγμένες. Όταν ένα έντομο αυτής της… … Dictionary of Greek